- διχογνώμων
- δῐχο-γνώμων, ὁ, ἡ, gen. ονος,A divided between two opinions, Plu.2.11c. Adv.
-γνωμόνως Poll.8.154
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-γνωμόνως Poll.8.154
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχογνώμων — διχογνώμων, ον (Α) διχόγνωμος … Dictionary of Greek
διχογνώμων — διχόγνωμος ambiguous masc/fem/neut gen pl διχογνώμων divided between two opinions masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχογνωμῶν — διχογνωμέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχογνώμονα — διχογνώμων divided between two opinions masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek